- λέντιο(ν)
- το (AM λέντιον)1. λινό ύφασμα2. αυτό που φορά κάποιος για να δουλέψει, ποδιάμσν.-αρχ.ιερατικό ένδυμααρχ.κάλυμμα τού κεφαλιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. linteum ή lenteum < λατ. linum «λινό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιγονάτιο — Άμφιο των επισκόπων της Βυζαντινής και Αρμενικής Εκκλησίας και μετά τον 12o αι. των αξιωματούχων ιερέων. Αρχικά επρόκειτο για ένα τετράγωνο και αργότερα για ένα ρομβοειδές ύφασμα κοσμημένο με σταυρούς και διάφορες παραστάσεις, που δενόταν με ζώνη … Dictionary of Greek
λεντίκιον — λεντίκιον, τὸ (Α) το λέντιο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < λέντιον «λινό ύφασμα» + κατάλ. ίκιον(< λατ. κατάλ. icium), πρβλ. πατρων ίκιον] … Dictionary of Greek